πακτοῖο

πακτοῖο
πακτόω
fasten
pres opt mp 2nd sg
πᾱκτοῖο , πηκτός
stuck in
masc/neut gen sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελίπνοος — μελίπνοος, οον και ους, ουν (Α) 1. αυτός που αναδίδει μυρωδιά μελιού 2. μτφ. γλυκόφωνος, καλλίφωνος («καὶ τάνδε φέρευ πακτοῑο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλάν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πνόος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μεγαλό πνοος] …   Dictionary of Greek

  • πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”